Αστάθμητος παράγοντας

Τετάρτη, Απριλίου 19, 2006

Βρε λες;

Απλά πήρε το μάτι μου κάτι και ήθελα να το μοιραστώ οπωσδήποτε.


(ναι το πάτησα και ναι είναι ακριβώς αυτό που κατάλαβα)

Επανένταξη!




Νομίζω ότι η κούραση των τελευταίων ημερών έχει σχεδόν περάσει.
Η απαίσια ψυχολογία που σου δημιουργεί η αρρώστια δίπλα σου αντικαταστάθηκε από μια έντονη διάθεση για ζωή και ένταση.

Βοηθάει και η ζέστη, η άνοιξη, που παρόλα τα φτερνίσματα λόγω αλλεργίας που μου προκαλεί με αναστατώνει κιόλας (ναι, δεν διαβάσατε λάθος, το παραδέχομαι!)
Το καλό είναι πως δεν είμαι η μόνη!
Στο δρόμο βλέπω δίπλα μου φατσούλες χαμογελαστές (σπάνιο για τα δεδομένα της πρωτεύουσας) που μεταξύ μας γυαλίζει και λίγο το μάτι τους…

Φυσάει ένας αέρας αλλαγής (πολύ κλισέ ακούγεται, αλλά δεν το κάνω θέμα)
Ανανέωση!
Η περίσταση λοιπόν απαιτεί τουλάχιστον τις κλασσικές κινήσεις των θηλυκών: ρούχα, τσάντες, παπούτσια και κομμωτήριο.

Το παραδέχομαι είμαι ένα τρισάθλιο υπερκαταναλωτικό πλάσμα…
Είμαι κατάπτυστη αλλά με το που περπάτησα πάνω στα υπέροχα καινούργια μου δωδεκάποντα ένιωσα σχεδόν ηδονή!

Για μια ακόμη φορά λοιπόν τινάζω το φρεσκο-βαμμένο μου μαλλί αγέρωχα, ισιώνω την καινούργια μου φούστα και ορμάω!
Ξημερώνει μια καινούρια μέρα
Τρέμε Σκάρλετ!

ΧΑ!

Δευτέρα, Απριλίου 17, 2006

Χαμογέλα!




Χαμογέλα γιατί η ζωή κρύβεται παντού, έτοιμη να σε ξαφνιάσει ευχάριστα όταν είσαι στεναχωρημένος.

Να σου αποδείξει πως όλα τελειώνουν όταν πιστέψεις πως τελείωσαν.

(υ.γ. το νεραϊδάκι επάνω είναι προϊόν ψαρέματος απο μια πολύ γλυκιά σελίδα που όμως δεν κατάφερα να εντοπίσω για δεύτερη φορά. Αν κάποιος έχει στοιχεία κερδίζει μπόλικη νεραϊδόσκονη.)

Τρίτη, Απριλίου 11, 2006

Τραμπάλα ζωή.



Ο Σπύρος και η Βαγγελιώ.

1944.
Χρόνια δύσκολα, άσχημα ακόμη και στην επαρχία. Ακόμη και για ένα σπίτι καινούργιο, με ανθρώπους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε ένα χωράφι, με σκέπασμα μια κάπα και συντροφιά τα πρόβατα.

Το πρώτο τους παιδί. Ο Κώστας, το πρώτο από τα εννιά. Πήρε το όνομα του παππού, οι συγγενείς κρυφογελούσαν, «να μην πάρει και τη χάρη του μουρντάρη».

Ακολούθησαν τέσσερα κορίτσια, το δεύτερο από εκείνα είναι η μάνα μου. Μετά ξανά ο Σπύρος έβαλε πλώρη και έκανε άλλα τέσσερα αγόρια.

Όταν γεννήθηκε ο μικρός, ο Κώστας ήταν φαντάρος και το πήρε βαρέως… «ντροπής πράματα είναι αυτά».

Παρά τα γέλια της γειτονιάς ο Κώστας πήρε μπόλικα από τον συνονόματο του παππού.
Πήρε τη λεβέντικη όψη του, ψηλός, μελαχρινός με πυκνές μπούκλες που δεν τις έχασε ποτέ.
Πήρε το χαρακτήρα του το θυμωσιάρη. Πήρε και το φιλότιμό του και την προκοπή του. Δουλευτής αλλά και νευρικός.
Πήρε και κάτι από τη «μουρνταριά» του.

Μετά από λίγα χρονάκια πήρε και την Ντίνα για γυναίκα του.
Ήταν όμορφη γυναίκα στα νιάτα της λένε.
Μαζί έκαναν ένα παιδί, τη Σοφία.

Οι δρόμοι τους χώρισαν σύντομα και επεισοδιακά.
Τη Ντίνα δεν την γνώρισα και δεν με στεναχώρησε ποτέ αυτό.

Έπειτα γνώρισε την Αργυρούλα. Ούτε και εκείνη τη θυμάμαι. Μου έχει μείνει όμως ένα χρυσό φυλαχτό για το μάτιασμα που έφερε δώρο εκείνη όταν με γύρισαν από το μαιευτήριο. Για εκείνη στεναχωριέμαι που δεν τη γνώρισα. Μου έλεγε η μάνα μου ιστορίες, ο Κώστας δεν μιλούσε για κείνη εύκολα. Όλες οι ιστορίες κατέληγαν με τη μάνα μου να μουρμουρίζει κάτι για μανιοκατάθλιψη, που εγώ δεν τα καταλάβαινα τότε και δεν μιλούσα γιατί τη μάνα μου την έπιαναν κλάματα και με έδιωχνε.
Στεναχωρήθηκα πάντως όταν έμαθα πως πέθανε πέρσι στην Κέρκυρα, στην κλινική.

Τη Σοφία τη συναντούσε αραιά και όταν γύριζε είχε πάντα ένα μουδιασμένο ύφος.
«Κώστα είναι παιδί σου» του έλεγε η μάνα μου και μετά φεύγανε και λέγανε κουβέντες για τη Ντίνα, εμένα πάλι με έδιωχναν.

Τα χρόνια που πήγαινα δημοτικό, μόλις έπιανε απογευματάκι στηνόμουν έξω, τάχαμου ότι έπαιζα και περίμενα να φτάσει ο άσπρος σκαραβαίος ασθμαίνοντας και να κατέβει ο Κώστας με τη βαριά βραχνή του φωνή και να με χαιρετίσει με το παρατσούκλι που το θυμάται ακόμη και σήμερα.
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν δικό του δώρο. Καθόμασταν με την αδερφή μου και μας έκανε το δικό του κήρυγμα «να διαβάζετε, να μην γίνετε τενεκέδες και πιστεύετε ότι σας λένε»

Μετά έπιαναν με τον πατέρα μου τις μεγαλίστικες κουβέντες για πολιτικά. Εγώ κάπου δίπλα τους άκουγα και προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό το τόσο σπουδαίο που λέγανε, αλλά μάταια.
Ποτέ δεν τα βρήκανε με τον πατέρα ο Κώστας στα πολιτικά. Πάντα σε φωνές καταλήγανε, μέχρι που φώναζε η μάνα από μέσα «αφήστε τις κουταμάρες και ελάτε να φάμε»

Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Κώστας απομακρύνθηκε πολύ από όλους.
Στο σπίτι έκοψε να έρχεται, τσακώθηκε με τη μάνα μου, άσχημα.

Το έβλεπα καμιά φορά και λέγαμε καμιά κουβέντα.

Τα χρόνια που ήρθα στην Αθήνα όλο και πιο δύσκολα μάθαινα τα νέα του.
Η θειά μου, μου έλεγε διάφορα αλλά μου φαίνονταν απίστευτα. «μανάρι μου να τα πιστεύεις, αυτά κάνει το ποτό στον άνθρωπο»
Ήρθε και ή ώρα που τα πίστεψα.


Πριν μερικές ημέρες χτύπησε το τηλέφωνο αργά το βράδυ. Ήταν ο ξάδερφος μου ο Γιώργης.
«έλα ρε λεχρίτη, τι λέει;»
«είναι ο Κώστας στο νοσοκομείο κάτω, με αιμορραγία, οι γιατροί λένε πως δεν σταματάει, αν βγάλει τη νύχτα είναι θαύμα.»
δεν μίλησα, δεν είχα να πω κάτι.
«θα σε ξαναπάρω μετά να μου πεις τι έγινε, αν θες κάτι στο ενδιάμεσο πάρε»
έκλεισα και με έπιασε ένα παράπονο, ένα κλάμα για μια ζωή ενός ανθρώπου που έμεινε μόνος του, που του έχω αδυναμία, που τα σκάτωσε γιατί το μόνο που του έλειπε ήταν ο τρόπος.
Μίλησα ξανά εκείνο το βράδυ στο τηλέφωνο με το νοσοκομείο. Πολλές φορές.
Τα κατάφερε για την ώρα μου είπαν, θα τον στείλουν Αθήνα για να τον σώσουν.

Πήγα και τον βρήκα στο ασθενοφόρο.

Ήμουν μαζί του όλη τη μέρα. Τον άφησα για λίγο για να μιλήσω με τους γιατρούς.
«θα έρθεις λίγο κοπέλα να πούμε για τον πατέρα σου;»
«ε, ξέρετε θείος μου είναι»
«έχει όγκο στο στομάχι, θα χρειαστεί εγχείρηση, πιθανότατα να γίνει ολική αφαίρεση»
δε μίλησα, μου φώναξε η νοσοκόμα
«έρχεσαι λίγο, σε θέλει ο πατέρας σου»
«έρχομαι» φώναξα.
«γιατρέ ότι χρειαστεί εγώ θα είμαι εδώ, θα σας ξαναδώ».

Τώρα που γράφω τον έχω αφήσει μόνο του και θα φύγω σε λίγο να τον βρω. Θα του πάρω την εφημερίδα που διαβάζει πάντα, να μάθει για τα πολιτικά και για εκείνον «τον καραγκιοζάκο στην Ιταλία».
Είναι μεγάλη μέρα.
«σήμερα μπορεί να τον αφήσουν να φάει τον πατέρα σου» μου είπε το πρωί η νοσοκόμα».

Ετικέτες

Τετάρτη, Απριλίου 05, 2006

Παύση...




Η άρρωστη μούσα

Τι έχεις, Μούσα μου φτωχή, σήμερα δε μου λες;
Φάσματα νύχτια τ' αμαυρά τα μάτια σου κοιτάνε,
και βλέπω απο την όψη σου μια μια ν' αντιπερνάνε
τρέλα και φρίκη, σκοτεινές, κρύες και σιωπηλές.

Τάχα το ρόδινο στοιχειό κι οι πρασινοξωθιές,
το φόβο και τον έρωτα στα στήθια σου σκορπάνε;
Τάχα ο βραχνάς με τη σκληρή, βαριά γροθιά του να ΄ναι,
που σ' έπνιξε βαθιά σε μυθικές βαλτονεριές;

Θενά 'θελα, ξεχύνοντας υγείας ευωδιά,
αιώνια σκέψεις δυνατές τα στήθια σου να κλείνουν,
και το αίμα σου χριστιανικό, να 'τρεχε ρυθμικά,

σαν ήχος πλουσιος συλλαβών αρχαίων που τις λαμπρύνουν
βασιλικά, με τη σειρά, του τραγουδιού ο αφέντης,
ο Φοίβος, κι ο μεγάλος Παν, των τρύγων ο λεβέντης.

C.B.

Αφιερωμένο στο Μίλτο.

Εις το επανειδείν.

Τραγουδάκι

Όσα περισσότερα κερδίζεις τόσο πιο πολύ φοβάσαι αν τα χάσεις.
Στην αρχή δεν έχεις και πολλά συνήθως.


No need to cherish luxuries (cause everythin' come and go)
Even the life that you have is borrowed(Cause your not promised tomorrow)
So life your life as if everydays' gon be your last
Once you move forward can't go back
Best prepare to remove your past
Cause ya gotta be willin to pray
Yea There gotta be (there gotta be) a better way oh
Yea ya gotta be willing to pray
Cause there gotta be (there gotta be) a better day (ay)
Whoever said that this drama would stop today
A lot of niggers dead or locked away
Teenage Women growing up with aids

Cause thats the life when yourLiving in the (ghetto) oh
Eating in the (ghetto) or
Sleeping in the (ghetto, ghetto)
Thats the life when ur Living in the (ghetto)oh
Eating in the (ghetto) or
Sleeping in the (ghetto, ghetto, ghetto)

(τραγουδάκι που παίζει πολύ στα ραδιόφωνα, χωρίς να ακούγονται στην πραγματικότητα τα λόγια. Ghetto.)

(τις τελευταίες μέρες κλείνω λογαρισμούς, χωρίς λόγια. Ανασυντάσσομαι.)