Η βέρα.
Κατέβηκε και στα γρήγορα έφτιαξε καφέ.
- Έλα να δείς
- Τι είναι καλέ, δεν έχει ανοίξει το μάτι μου
- Έλα να δείς τι βρήκα στο ντουλάπι
- Τι βρήκες και χάρηκες λίρες;
- Όχι βρήκα τη βέρα της γιαγιάς σου.
- Ποιας γιαγιάς μου; Τη πεθεράς σου;
- Ναι σιγά μη μου έδινε τη βέρα της η μάνα μου
- Το ξέχασα εσείς τα κορίτσια είστε ξενογονιές μετά το γάμο.
- Μου την έδωσε κανένα χρόνο πρίν πεθάνει.
- Πως και της έγινε; Ούτε νερό δεν έδινε η γριά.
- Την είχα λούσει ένα πρωί, καθίσαμε μετά να πιούμε καφέ και μου την έδωσε: «πάρε την αρραβώνα μου».
- Μπα;
- Ναι, μου είχε δώσει και την ευχή της εκείνη τη μέρα
- Την επόμενη θα την πήρε πίσω, όπως την κόβω
- Μπορεί και να την πήρε
- Ξεχείλιζε από καλοσύνη η πεθερά σου, πέρναγε και μαραίνονταν οι γλάστρες
- Τη θέλεις τη βέρα;
- Ε;
- Λέω τη θέλεις τη βέρα να σου τη δώσω;
…
Στο μυαλό της ήρθαν εικόνες από τα χρόνια που πέρασαν.
Εικόνες άσχημες όλες. Ήξερε πως η γριά δεν μπορούσε να της κάνει κακό, όπως ακριβώς ήξερε πως το είχε προσπαθήσει. Την είχε δει να προσπαθεί.
Θυμάται την ανατριχίλα που ένιωσε όταν βρήκε καμένα κεριά ανάκατα με τρίχες δικές της κάτω από το κρεβάτι της. Δεν πίστεψε ποτέ πως μπορούσε καν να την ακουμπήσει με αυτό τον τρόπο. Αηδίασε όμως με την σκέψη και την πρόθεση.
Θυμάται είκοσι χρόνια πριν που της ζητούσε να έρθει για να μείνει στο σπίτι της, να μην αναγκαστεί να αλλάξει σχολείο τον καιρό που θα έμενε ο πατέρας της στο νοσοκομείο, «όχι, δεν μπορώ.»
Ποτέ δεν είχε καταλάβει το γιατί.
Από ένα σημείο και μετά δεν την ένοιαζε το γιατί.
Τα πράγματα ήταν δεδομένα. Φίλοι και εχθροί.
Πάντα όμως ένιωθε πως ήταν δεμένη με τη γριά. Πως μπορούσε να μην είναι, τη στιγμή που τα γονίδια ειρωνικά την έφτιαξαν ίδια με εκείνη.
Μόνο τα μάτια άλλαζαν.
Η γριά είχε μικρά μάτια, γαλάζια ξεπλυμένα, σχεδόν άσπρα.
Εκείνη είχε μεγάλα μάτια, τα μάτια της μάνας της, σκούρα, σχεδόν μαύρα.
Υπήρχαν φορές όμως που το ίδιο της το βλέμμα την τρόμαζε. Θυμόταν εκείνη.
- Παιδάκι μου ξύπνα, τη θέλεις;
…
Θυμήθηκε την κηδεία της γριάς. Δεν περίμενε να δεί τον πατέρα της να κλαίει. Αναρωτήθηκε γιατί έκλαιγε. Για τη μάνα που πέθανε ή για τη μάνα που δεν είχε ποτέ.
Δεν ήταν ο καλύτερος γιος που μπορούσε να είχε μια μάνα, αλλά από την άλλη όταν έφυγε από κοντά της ήταν δεκατριών χρόνων. Δεν πρόλαβαν να γνωριστούν καν.
Τον έστειλε ψυχοπαίδι σε μια μακρινή της ξαδέρφη, άκληρη που ζούσε στο Πειραιά μαζί με τον άντρα της. Για ψυχοπαίδι πήγε παραπαίδι βρέθηκε.
Τη βρήκε την άκρη του, με τα καλά και τα άσχημα που έμαθε.
Δεν τον χώρεσε ο Πειραιάς, ίσως και να του έπεσε μεγάλος και βαρύς. Γύρισε πίσω.
Στο σπίτι τον βλέπανε σαν κακό μουσαφίρη που ήρθε να τους φάει το φαΐ.
Μόνο ο γέρος που και που τον μάζευε, στα κρυφά.
- Τη θέλω.
- Τη θέλεις;
- Ναι ρε μάνα τόση ώρα αυτό δεν με ρωτάς; Τη θέλω λέμε, δώστη.
- Είχε μεγάλα χέρια
- Αυτό δεν είναι για χέρι είναι για κουπί. Καλύτερα θα τη φοράω στο δείκτη.
- Θα τη φοράς;
- Ναι θα τη φοράω.
- Κράτα τη αλλά μην τη φοράς παιδάκι μου, να φορέσεις τη δικιά σου όταν θα έρθει η ώρα.
- Τη φόρεσα ήδη μάνα.
Λάφυρο στο δάχτυλό της. Η βέρα της μάνας του πατέρα της.
- Έλα να δείς
- Τι είναι καλέ, δεν έχει ανοίξει το μάτι μου
- Έλα να δείς τι βρήκα στο ντουλάπι
- Τι βρήκες και χάρηκες λίρες;
- Όχι βρήκα τη βέρα της γιαγιάς σου.
- Ποιας γιαγιάς μου; Τη πεθεράς σου;
- Ναι σιγά μη μου έδινε τη βέρα της η μάνα μου
- Το ξέχασα εσείς τα κορίτσια είστε ξενογονιές μετά το γάμο.
- Μου την έδωσε κανένα χρόνο πρίν πεθάνει.
- Πως και της έγινε; Ούτε νερό δεν έδινε η γριά.
- Την είχα λούσει ένα πρωί, καθίσαμε μετά να πιούμε καφέ και μου την έδωσε: «πάρε την αρραβώνα μου».
- Μπα;
- Ναι, μου είχε δώσει και την ευχή της εκείνη τη μέρα
- Την επόμενη θα την πήρε πίσω, όπως την κόβω
- Μπορεί και να την πήρε
- Ξεχείλιζε από καλοσύνη η πεθερά σου, πέρναγε και μαραίνονταν οι γλάστρες
- Τη θέλεις τη βέρα;
- Ε;
- Λέω τη θέλεις τη βέρα να σου τη δώσω;
…
Στο μυαλό της ήρθαν εικόνες από τα χρόνια που πέρασαν.
Εικόνες άσχημες όλες. Ήξερε πως η γριά δεν μπορούσε να της κάνει κακό, όπως ακριβώς ήξερε πως το είχε προσπαθήσει. Την είχε δει να προσπαθεί.
Θυμάται την ανατριχίλα που ένιωσε όταν βρήκε καμένα κεριά ανάκατα με τρίχες δικές της κάτω από το κρεβάτι της. Δεν πίστεψε ποτέ πως μπορούσε καν να την ακουμπήσει με αυτό τον τρόπο. Αηδίασε όμως με την σκέψη και την πρόθεση.
Θυμάται είκοσι χρόνια πριν που της ζητούσε να έρθει για να μείνει στο σπίτι της, να μην αναγκαστεί να αλλάξει σχολείο τον καιρό που θα έμενε ο πατέρας της στο νοσοκομείο, «όχι, δεν μπορώ.»
Ποτέ δεν είχε καταλάβει το γιατί.
Από ένα σημείο και μετά δεν την ένοιαζε το γιατί.
Τα πράγματα ήταν δεδομένα. Φίλοι και εχθροί.
Πάντα όμως ένιωθε πως ήταν δεμένη με τη γριά. Πως μπορούσε να μην είναι, τη στιγμή που τα γονίδια ειρωνικά την έφτιαξαν ίδια με εκείνη.
Μόνο τα μάτια άλλαζαν.
Η γριά είχε μικρά μάτια, γαλάζια ξεπλυμένα, σχεδόν άσπρα.
Εκείνη είχε μεγάλα μάτια, τα μάτια της μάνας της, σκούρα, σχεδόν μαύρα.
Υπήρχαν φορές όμως που το ίδιο της το βλέμμα την τρόμαζε. Θυμόταν εκείνη.
- Παιδάκι μου ξύπνα, τη θέλεις;
…
Θυμήθηκε την κηδεία της γριάς. Δεν περίμενε να δεί τον πατέρα της να κλαίει. Αναρωτήθηκε γιατί έκλαιγε. Για τη μάνα που πέθανε ή για τη μάνα που δεν είχε ποτέ.
Δεν ήταν ο καλύτερος γιος που μπορούσε να είχε μια μάνα, αλλά από την άλλη όταν έφυγε από κοντά της ήταν δεκατριών χρόνων. Δεν πρόλαβαν να γνωριστούν καν.
Τον έστειλε ψυχοπαίδι σε μια μακρινή της ξαδέρφη, άκληρη που ζούσε στο Πειραιά μαζί με τον άντρα της. Για ψυχοπαίδι πήγε παραπαίδι βρέθηκε.
Τη βρήκε την άκρη του, με τα καλά και τα άσχημα που έμαθε.
Δεν τον χώρεσε ο Πειραιάς, ίσως και να του έπεσε μεγάλος και βαρύς. Γύρισε πίσω.
Στο σπίτι τον βλέπανε σαν κακό μουσαφίρη που ήρθε να τους φάει το φαΐ.
Μόνο ο γέρος που και που τον μάζευε, στα κρυφά.
- Τη θέλω.
- Τη θέλεις;
- Ναι ρε μάνα τόση ώρα αυτό δεν με ρωτάς; Τη θέλω λέμε, δώστη.
- Είχε μεγάλα χέρια
- Αυτό δεν είναι για χέρι είναι για κουπί. Καλύτερα θα τη φοράω στο δείκτη.
- Θα τη φοράς;
- Ναι θα τη φοράω.
- Κράτα τη αλλά μην τη φοράς παιδάκι μου, να φορέσεις τη δικιά σου όταν θα έρθει η ώρα.
- Τη φόρεσα ήδη μάνα.
Λάφυρο στο δάχτυλό της. Η βέρα της μάνας του πατέρα της.
Ετικέτες Οι δικοί μου
18 Comments:
Απολλώνια ομολογώ με μπέρδεψες λίγο..
Τελικά γιατί δέχθηκες να τη πάρεις και μάλιστα να τη φορέσεις..?
By Ανώνυμος, at 4/2/07 12:26 π.μ.
λάφυρο.
καλά έκανε!
έτσι ξορκίζουμε εμείς να της πεις...
Καλημερούδια.
By allmylife, at 4/2/07 9:34 π.μ.
Arthuro, για να φέρω κάτι τόσο επώδυνο στα μέτρα μου, ώστε να με χωράει, θα πρέπει να νιώσω οτι το κατέκτησα. Καλημέρα!
:)
υ.γ. δεν είναι σκατοψυχιά, απομυθοποίηση της έχθρας είναι.
Allmylife, έτσι ακριβώς...
Καλημέρες!
Σμαααααααααααακ!
:)
By Απολλώνια, at 4/2/07 2:22 μ.μ.
η μανα του πατερα, η πεθερα της μανας....τι μου θυμησες τωρα!!
By AVRA, at 5/2/07 12:41 μ.μ.
τα πράγματα πέρνουν την ενέργεια αυτού που τα κρατά στην αφεντιά του,
νέος αφέντης για τη βέρα,
στο πέρασμά του να είναι πάντα λουλουδιασμένες οι γλάστρες κι ολάνθιστος ο δρόμος,
τυχερό σου να είναι να ζήσεις καλή ζωή με ή χωρίς βέρες,
φιλί
By Ντεφι, at 5/2/07 12:54 μ.μ.
αύρα, μπερδεμένος ο ετεροπροσδιορισμός.
:)
ντέφι μου, καμιά φορά την κοιτάζω και δεν ξέρω αν έχει κανένα νόημα, γιατί αυτό που λες το πιστεύω...
Πολλές καλημέρες
Σμααααααααααααακ!
:)
By Απολλώνια, at 5/2/07 2:14 μ.μ.
Τεράστια νίκη!!!!!
Μπράβο κούκλα.
Σ:)))))
By Μαύρος Γάτος, at 5/2/07 3:33 μ.μ.
Πολύ καλό!
Καλώς σε βρίσκω!:)
By Ανώνυμος, at 5/2/07 9:30 μ.μ.
Καλημέρα σου!!! Η γιαγιά μου (η γριά όπως τέλεια την αποκαλείς) μου έδωσε τη βέρα της ένα χρόνο πριν πεθάνει. Δεν είχε τίποτε άλλο να μου δώσει παρά μόνο αυτό και 2 όνειρά της από την κατοχή. Την έχω φυλαγμένη σε μια μολυβοθήκη. Τυχαία τη βρίσκω καμιά φορά και τη σκέφτομαι τη γριά!
Έλεγε στον πατέρα μου "να βρείς γυναίκα με γωνίες" εκείνος προτίμησε "με καμπύλες"!!! Δίκιο είχε ο ένας, δίκιο κ ο άλλη.
Να είσαι πάντα καλά
By mithradir, at 6/2/07 11:39 π.μ.
Ανατριχιαστικό αν το καλοσκεφτείς...
By Ζυγίνα, at 6/2/07 2:14 μ.μ.
Απολλώνιά μου.... Τι να πω!
Είχα πολύ καιρό να μπω...!
Πραγματικά ανατρίχιασα με την πεθερά...!
Anyway....Περιμένω εκείνο το τραπέζι που μου χρωστάς...!
Φιλάκια πολλά κούκλα...!
Υγ. Να περνάς πάντα καλά...όχι γιατί πρέπει...ούτε δήθεν...αλλά γιατί πραγματικά το αξίζεις!
-M6S-
By Ανώνυμος, at 7/2/07 2:05 π.μ.
Μ' αυτήν την ευκαιρία εγώ ψάχνω την ετυμολογία της λέξης "βέρα". Είναι, άραγε, από το Ιταλικό "vero"; δηλαδή αληθινό; Και αν είναι έτσι πώς συσχετίζεται το δαχτυλίδι την έννοια του αληθινού;
By Heliotypon, at 7/2/07 7:25 π.μ.
Γατούλη, ίσως πάλι και να είναι Πύρρεια η νίκη.
Καλημέρες!
Εβελίνα μερσί και καλώς ήρθατε! (και με τις καλύτερες συστάσεις...)
Καλημέρα.
:)
mithradir, το περίεργο είναι πως και είχε να δώσει και δεν έδωσε (σε καμία περίπτωση δεν κάνω λόγο για υλικά) και ΔΕΝ την έδωσε σε μένα...
Μυστήριο πράγμα η συγγένεια..
Φιλιά και καλημέρες!
Ζυγίνα είναι κάπως...
Καλημέρα!
M6άκο αγκαλιά τεράστια. Σουτζουκάκια; Να θαυμάσεις και το μοβ καθηστικό!
Ηλιότυπε, δεν έχω την παραμικρή ιδέα... Για να είμαι ειλικρινής ποτέ δεν με απασχόλησε παντρολόγημα για να το ψάξω σοβαρά.
Καλημέρα
By Απολλώνια, at 7/2/07 12:43 μ.μ.
βέρα στο δεξί,
τσεπάκι,
ασφαλής και επιλεκτικά ως προς τη χρήση τιμώμενη.
και λάφυρο, όταν είναι για τύχη.
By tatine, at 7/2/07 2:17 μ.μ.
Λάφυρο ναι. Ωραία ιστορία, δείχνει την ποιότητα ενός ανθρώπου. Πολύ χαίρομαι που σε βρήκα.
Καλημέρα. :)))
By ellinida, at 8/2/07 9:32 π.μ.
Tatine, καλωσήρθες!
Η τύχη θα δείξει, αλλά απο την άλλη στο χέρι μας δεν είναι;
Καλησπέρα!
Ελληνίδα, καλωσήρθες!
Για να είμαι ειλικρινής νιώθω τύψεις μερικές φορές όταν τη βλέπω στο δάχτυλό μου. Νιώθω κάπως κακιά...
Καλησπέρα
(χαίρομαι που με βρήκες γιατί σε βρήκα!)
:)
By Απολλώνια, at 8/2/07 2:41 μ.μ.
Τώρα είσαι η αρχόντισσα των δακτυλιδιών.
Ώχ υπάρχει και άλλη Ζυγίνα!
By Ανώνυμος, at 9/2/07 1:59 π.μ.
Ιωάννη αγαπητέ μου, μόνο μια;
Μάστιγα σου λέω!
:)
Καλημέρες!
By Απολλώνια, at 9/2/07 3:18 μ.μ.
Δημοσίευση σχολίου
<< Home