Είχα συμφωνήσει με τον εαυτό μου πως λίγο πολύ τα πολιτικά σε τούτο εδώ το σπίτι θα τα απέφευγα, γιατί η ρετσινιά του γραφικού απέχει εκατοστά μόνο από μένα.
Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχτές
τ' αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χτες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές
Σήμερα το ημερολόγιο λέει 16 Νοεμβρίου 2006.
Αύριο θα λέει 17 και πολλοί από εμάς θα βγουν στους δρόμους.
Γιατί θα βγουν; Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τι θέλουν; Τι λένε; Τι σκέφτονται;
Τ' αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία
και να 'σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ' αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ' άστρο του φονιά
Ποιες είναι οι πράξεις τους;
Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ' του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή
Είναι εκείνοι που τα μαύρα χρόνια βρέθηκαν πίσω από την περίφραξη;
Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ' το παλιό μαρτύριο να 'χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ' ασετιλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά
Έχουν όνειρα; Μπορούν να σχεδιάζουν τη ζωή τους ακόμη;
Η τύχη με έφερε στο σήμερα να συναντώ και να συνεργάζομαι με «τα παιδιά του Πολυτεχνείου». Μόνο που σήμερα έχουν δικές τους τεχνικές εταιρείες. Στις 17 του Νοέμβρη κάθε χρόνο κάνουν ότι έκαναν και στις 16, κλείνουν συμφωνίες, εργάζονται, απολύουν και προσλαμβάνουν. «Σχεδιάζουν και υλοποιούν τα μεγάλα έργα της Ελλάδας του σήμερα» Όταν βρίσκουν ο ένας τον άλλο και αφού κλείσουν τις συμφωνίες τους, συζητούν για «τα παλιά», ανώδυνα, διακόπτοντας συχνά την κουβέντα για να θαυμάσουν περαστικές γυναίκες που θα μπορούσαν να είναι κόρες τους.
Και στ' ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή
Το παιχνίδι υπάρχει ακόμη; Οι παίκτες;
Άλλαξαν. Οι μέσα έξω.
Συνέπεια.
Α-Συνέπεια.
Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά
Μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά
Εγώ και ο κάθε εγώ από εμάς; Που βρίσκεται;
Είμαι λοιπόν ανάπηρη;
Είμαι και το ξέρω λοιπόν;
Μιλάω αλλά δεν κουνιέμαι.
Μόνο τον οίκο μου εγκρίνω. Φτάνει λοιπόν αυτό για να μου καθησυχάσει τη συνείδηση;
Τη συνείδηση εκείνη που απέκτησα με αφεντικά τα «παιδιά του πολυτεχνείου».
Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας μέρα κακή
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί
Γεννήθηκα μερικά χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση.
Πρωτομίλησα και πρωτοπερπάτησα όταν ο Αντρέας ήταν σταρ.
Πριν να πάω στο σχολείο βρέθηκα να τον παρακολουθώ, καθισμένη στους πατρικούς ώμους, μέσα σε ένα πλήθος που παραληρούσε.
Λίγα χρόνια αργότερα ένιωσα τον καημό της μάνας μου να ψάχνει για δουλειά.
Ένιωσα το παράπονο του ανήμπορου πατέρα, όταν κατάλαβε πως όταν πάψει να είναι μέρος της παραγωγικής αλυσίδας παύει να υπάρχει. Ακόμη και αν η ανικανότητα του δημιουργήθηκε εν ώρα εργασίας.
Βρέθηκε χωρίς να είναι ικανός να παράγει, να παλεύει με το κράτος. Και έχασε.
Ευτυχώς προσωρινά.
Όταν έχεις φτάσει στον πάτο, η επιλογή που έχεις είναι μια. Επιβιώνεις. Ειδικά όταν έχεις παιδιά.
Τούτο εδώ το αφιερώνω στον πατέρα μου.
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς
Δεν μου αρκεί πια να μιλάω μόνο.
Δεν μου αρκεί να είμαι στην ουσία αυτό που κατηγορώ.
Βράζω στο ζουμί μου όμως.
Έτσι με σχεδιάσανε.
Ετικέτες εγώ και ο κόσμος